βαδίσματος

βαδίσματος
βάδισμα
walk
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • χωλότητα — η / χωλότης, ητος, ΝΜΑ [χωλός] η κατάσταση τού χωλού νεοελλ. 1. ιατρ. διαταραχή τής φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία τού βαδίσματος 2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος λόγω πόνου… …   Dictionary of Greek

  • наѣздъ — НАѢЗД|Ъ (2*), А с. 1.Нападение: а дрѹзии полчи сто˫ахѹ недвижими. стерегѹчи. внезапнаго наѣзда ѿ лѧховъ. ЛИ ок. 1425, 294 (1281). 2. Езда (на лошади): Лютои казни достоино, аже жребѧтъ дѣлѧ како въскормитьсѧ и како наѣздъ ѹчити… а чл҃ци… оставити …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… …   Dictionary of Greek

  • βαδιστής — ο (Α βαδιστής) [βαδίζω] αυτός που βαδίζει, ο πεζοπόρος νεοελλ. ο αθλητής ή όποιος ασχολείται με το άθλημα του βαδίσματος, με το βάδην …   Dictionary of Greek

  • βηματισμός — ο (Μ βηματισμός) [βηματίζω] βήμα, βάδισμα νεοελλ. 1. τρόπος βαδίσματος 2. ήχος βημάτων μσν. μέτρηση απόστασης με βήματα …   Dictionary of Greek

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • εμβατήριο — Μουσική οργανική σύνθεση σε διμερή ρυθμό, τον οποίο υπαγορεύει η ανάγκη του ομαδικού και ομοιόμορφου βαδίσματος. Το είδος αυτό έχει αρχαιότατη προέλευση. Στην αρχαιότητα, οι θρησκευτικές ή στρατιωτικές πομπές, καθώς και οι χορωδοί της αρχαίας… …   Dictionary of Greek

  • κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”